- ἀγλαοτρίαινα
- ἀγλᾰολτ;γτ;τρῐαινα1 with splendid trident, of Poseidon; as subs.
τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι O. 1.40
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι O. 1.40
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αγλαοτρίαινα — ἀγλαοτρίαινα, ο (Α) (ως επίθετο τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει λαμπρή τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + τρίαινα] … Dictionary of Greek
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek